ῥηθέντι

ῥηθέντι
ἐρῶ
verbum
aor part pass masc/neut dat sg
ῥέομαι
flow
aor part mp masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥηθέντ' — ῥηθέντα , ἐρῶ verbum aor part pass neut nom/voc/acc pl ῥηθέντα , ἐρῶ verbum aor part pass masc acc sg ῥηθέντι , ἐρῶ verbum aor part pass masc/neut dat sg ῥηθέντε , ἐρῶ verbum aor part pass masc/neut nom/voc/acc dual ῥηθέντα , ῥέομαι flow aor part …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • κολοφώνας — ο (AM κολοφών, ῶνος) 1. το ύψιστο σημείο στο οποίο φτάνει κάποιος ή κάτι, το αποκορύφωμα (α. «είναι 30 χρόνων κι έχει φτάσει ήδη στον κολοφώνα τής δόξας του» β. «ὁ κολοφὼν τῆς ἀδικίας», Λιθάν.) 2. υπόμνημα που παρατίθεται στο τέλος βιβλίου ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”